« Home | Το χτύπημα του τσουνάμι πέρσι, τέτοια μέρα, με εί... » | Heiliger Abend » | Μια ζωή τσαλακωμένη, λο-λόγια... » | Ready for Hamburg? » | I'm bored of people who hang on me... » | Ευτυχώς που δεν ήπια και τα σφηνάκια... » | Ποιος λιμπίστηκε τον Billy Rabbit? » | Λευκωσία » | [Ένα ποστ που ντρέπομαι να δημοσιεύσω...] » | Little road story » 

Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2005 

Η σειρήνα (μια ιστορία του καλοκαιριού)

Download Σειρήνα.wav

Το καλοκαίρι που κατέβηκα στο νησί άκουσα για πρώτη φορά τη σειρήνα που ηχεί στην εισβολή. Τα προηγούμενα χρόνια είτε δεν συνέπεπτε η επέτειος για να ακουστεί είτε δεν την άκουγα μες στο βαθύ μου ύπνο.

Φέτος όμως, στην επέτειο του πραξικοπήματος της χούντας εναντίον του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου, χτύπησε το τηλέφωνο στις 8:15 το πρωί. «Θα χτυπήσει η σειρήνα σε 5’ λεπτά», ακούστηκε από την άλλη άκρη, «ετοίμασε την κάμερα να τη γράψεις».

Στις 8:20 ακριβώς ακούστηκε η σειρήνα, σε ανάμνηση του πρώτου πυροβολισμού που έπεσε στη Λευκωσία 31 χρόνια πριν. Κράτησε ένα λεπτό, κι όταν τέλειωσε προσπαθούσα να βρω τις χαμένες μου αναπνοές. Έκλαψα γοερά μετά από επτά μήνες «αφλογιστίας».

Την ίδια κιόλας μέρα, το απόγευμα, πήγα στο Hilton να συναντήσω τον Πάτροκλο Σταύρου. Ο Πάτροκλος Σταύρου ήταν το δεξί χέρι του Μακαρίου, ο «Υφυπουργός παρά τω Προέδρω» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον είχα γνωρίσει το 2003, εντελώς τυχαία, όταν βοηθούσε την αδερφή του ήρωα της ΕΟΚΑ, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, σε μια δουλειά της στο βιβλιοπωλείο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας. Είχα μπει ένα πρωινό με γεμάτη τσέπη για να αγοράσω βιβλία, τους εντυπωσίασε το μπλουζάκι που είχα τυπώσει για το «Δεν ξεχνώ», με ρώτησαν ποια είμαι, τους είπα «η ttallou», κι όταν μου απάντησε πως η γυναίκα εκεί ήταν η αδερφή του Παλληκαρίδη, εντυπωσιάστηκα και ζήτησα να τους φωτογραφίσω. Δέχτηκαν κι έπειτα μου ‘γράψαν κι οι δυο τις διευθύνσεις τους για να τους στείλω τις φωτογραφίες. Όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη η μαμά μου εντυπωσιάστηκε για το πώς γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο. Ο Σταύρου εντυπωσιάστηκε λίγο καιρό μετά από την ευθύτητά μου, επειδή πράγματι, όπως είχα υποσχεθεί, τους έστειλα τις φωτογραφίες. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μας, η οποία συνεχίστηκε μόνο δι’ αλληλογραφίας ή τηλεφωνημάτων, διότι όποτε εγώ ήμουν στην Αθήνα ή την Κύπρο, έλειπε αυτός.

Εκείνο το απόγευμα, της 15ης Ιουλίου 2005, το Σταύρου τον βρήκα να κάθεται στο σαλόνι του Hilton παρέα με έναν Κύπριο διπλωμάτη και την Αμερικάνα γυναίκα του. Του εξήγησα το σκοπό της επίσκεψής μου (ήθελα μια μικρή ιστορία on camera για ένα μικρό ντοκιμαντέρ μου) και βυθίστηκε σκεπτικός στον καναπέ. «Δε σας συναντώ τυχαία τέτοια μέρα», διόρθωσα τα λόγια μου, «Θέλω να θυμηθείτε τι κάνατε σαν σήμερα πριν 31 χρόνια, πού ήσασταν». Κόμπιασε λίγο, μα άμα του εξομολογήθηκα πως ο θείος μου, φαντάρος τότε που ήταν στη φύλαξη του ΡΙΚ, τον είχε δείρει μέσα στο σαματά της μέρας, γύρισε προς το διπλωμάτη, ψέλλισε με ενθουσιασμό κάτι σαν «Μα είδες συμπτώσεις;», μου ‘πιασε το χέρι κι άρχισε, με κάμερα σβηστή, να μου περιγράφει πού ήταν τέτοια μέρα το ’74. Λίγη ώρα μετά η συντροφιά του καφέ διαλύθηκε και με τον Σταύρου πήραμε το δρόμο για το σπίτι του, όπου με φόντο μια φωτογραφία του με τον Μαο Τσε Τουγκ, μου διηγήθηκε πώς κατάφερε να φύγει ο Μακάριος από το φλεγόμενο Προεδρικό Μέγαρο. Στην αφήγησή του ήταν σαφής: Το πραξικόπημα της Χούντας ήταν δειλό και προπάντων προδοτικό. Δε διαφώνησα.

Στο Hilton είχα πάει από το σπίτι μιας οικογενειακής φίλης, μεγάλης σε ηλικία, που έμενε εκεί κοντά, στο Στρόβολο. Την κυρία Μαρούλα, που μισό αιώνα πριν είχε κρύψει κάποια βραδιά στο παλιό της σπίτι τον υπαρχηγό της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου, την είχα πείσει κι εκείνη να μου μιλήσει (χωρίς όμως να ξέρει ότι τη βιντεοσκοπούσα) για κείνες τις μέρες. Βγήκαμε στο μπαλκόνι της, εκείνη να κοιτά τον ερυθροβαμμένο Πενταδάχτυλο κι εγώ να τον έχω πλάτη, και θυμήθηκε πώς αντέδρασε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο ότι «Ο Μακάριος είναι νεκρός». Είχε χαρεί. Νόμιζε πως ήταν η αρχή της πολυπόθητης Ένωσης. Αργότερα, όπως λέει, κατάλαβε την πλάνη της. Ούτε αυτή την παρεξηγώ: Είχε μπλέξει το συναίσθημα με τη λογική κι έψαχνε μέσ’ από τα αδιέξοδα της συμφωνίας Ανεξαρτησίας της Ζυρίχης να βρει επιστροφές στο αιώνιο όραμα.

Ήταν η πιο συναρπαστική μου μέρα στην Κύπρο: Ήμουν όλη μέρα στους δρόμους και κατάφερα μέσα σε λίγες ώρες να καταγράψω τις δυο απόψεις που κατοπτρίζουν τα άκρα της κυπριακής τραγωδίας: Τους «Γριβικούς» και τους «Μακαριακούς».

Λίγες μέρες μετά μίλησα και με έναν έφεδρο αξιωματικό της εισβολής, ο οποίος επέμενε, παρά την απορία και την ένστασή μου, ότι μέχρι τις 22 Ιουλίου που ο Καραμανλής υπέγραψε την ανακωχή, Τούρκου πόδι δεν είχε πατήσει στη Μεγαλόνησο, κι ας είχε βομβαρδιστεί ο Πενταδάχτυλος ήδη από τα χαράματα της 20ης.

Είχα μπερδευτεί για τα καλά. Πάνω που πίστευα ότι έβρισκα την αλήθεια μου, τη δικιά μου αλήθεια που πάντα θα βρίσκεται στη μέση, οι νέες μαρτυρίες μου ‘δωσαν μια γερή σπρωξιά και ξαναγύρισα στην αρχή.

Η δικιά μου αλήθεια θα είναι πάντα στη μέση, διότι μεγάλωσα ακούγοντας τη μια ακραία εκδοχή της ιστορίας, ότι για όλα έφταιγε ο Μακάριος. Ο παππούς μου ο παπάς, ο Κύπριος, ήταν διαφωτιστής της ΕΟΚΑ. Τον είχαν πιάσει οι Άγγλοι δυο φορές και τον είχαν βασανίσει. Γιος Μακεδονομάχου κι αγνός οραματιστής, είχε τον πόθο της Ένωσης άσβηστο μέσα του κι όταν ακόμα η μόνη λέξη που ακουγόταν στο νησί ήταν «Ανεξαρτησία». Ήταν ξεκάθαρα απ’ τη μεριά του Γρίβα, μονάχα που δε συντάχθηκε ποτέ με την ΕΟΚΑ Β’, διότι διαφωνούσε με τη βία τους. Ο παππούς μου ήθελε την Ένωση και διαφωνούσε με τη μονομερή διακυβέρνηση του Μακαρίου. Όταν, το ’73, του ‘ρθε ένα χαρτί από τη Μητρόπολη της Πάφου, γραμμένο από τους δυο –τρεις «αντάρτες» μητροπολίτες εναντίον του Μακαρίου, το διάβασε στο εκκλησίασμα χωρίς φόβο, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου που ήταν μακαριακοί. Το αποτέλεσμα ήταν να στιγματιστεί αμέσως ως «γριβικός» και γρήγορα να ξεκινήσει ο πόλεμος από πλευράς Μακαρίου: Του κόπηκε ο μισθός. Έχοντας να συντηρήσει μια οχταμελή οικογένεια και ζώντας στη φτώχεια από τους πολλούς μήνες που ήταν άμισθος, τα μάζεψε και ήρθε στην Ελλάδα. Σιγά σιγά τον ακολούθησε η υπόλοιπη οικογένεια.

Μεγάλωσα ακούγοντας αυτήν την ιστορία και τραγούδια για τη «φωνή του Διγενή». Νόμιζα πως αυτή ήταν η μόνη αλήθεια, μέχρι που ανακάλυψα πως όλος ο υπόλοιπος κόσμος έλεγε τ’ αντίθετο κι είχε στο σπίτι του πορτραίτα του Μακαρίου. Κατάλαβα πως κάτι «πάει στραβά» κι άρχισα να διαβάζω και να συζητώ.

Σήμερα μου τηλεφώνησε ξανά ο Σταύρου. Έλαβε το ντοκιμαντέρ μου κι ήθελε να κάμει τα σχόλιά του. «Η γυναίκα», λέει, «που μίλησε για Ένωση, είναι τρελή. Δεν είχε μιλήσει κανείς για Ένωση. Κι ο αξιωματικός πελλάρες λέει, ο Πενταδάχτυλος καιγόταν απ΄τις 19. Μονάχα εγώ λέω την αλήθεια».

Του απάντησα πως εγώ μονάχα ιστορίες ήθελα να ακούσω κι έκανα το φιλμ. Η αλήθεια για τον καθένα είναι σχετική.

Αισθάνομαι πως μετά από κάποια χρόνια αδιάκοπης μελέτης, δεν είμαι ακόμα σίγουρη για το ποιος πραγμάτικα έφταιγε για την «κυπριακή τραγωδία». Νομίζω πως τελικά φταίξαν όλοι, εκτός από τον ελληνικό λαό. Έφταιξε η ανόητη χούντα, που πίστεψε τους Αμερικάνους, φταίξαν οι Εγγλέζοι που ‘βαλαν το ’55 τους Τούρκους στο παιχνίδι, δίχως να υφίσταται ως τότε τέτοια ανάγκη, φταίξαν οι Τούρκοι που ήταν κυνικοί, έφταιξαν οι Παπανδρέου που απέρριψαν το σχέδιο Άτσεσον κι ο Καραμανλής που δέχτηκε αμαχητί τις συμφωνίες της Ζυρίχης, έφταιξε ο Γρίβας που παραδόθηκε στο παιχνίδι της βίας κι έφταιξε κι ο Μακάριος που μετά την εξορία στις Σεϋχέλλες δεν αναφέρθηκε ξανά σε «Ένωση», δέχτηκε τις συμφωνίες της Ζυρίχης και καλλιέργησε –ή έστω, επέτρεψε- την προσωπολατρεία του. Για μένα, έφταιξε κι ο ελληνοκυπριακός λαός που επέτρεψε τον ίδιο του το διχασμό, δείχνοντας τυφλή υπακοή στους δυο ηγέτες της ΕΟΚΑ.

Δεν του τα ‘πα έτσι ακριβώς του Σταύρου. Ένιωθα πως δε θα με καταλάβαινε.

Μα όταν έκλεισα το τηλέφωνο επέστρεψα στο καλοκαίρι μου: Πέντε μέρες μετά την πρώτη σειρήνα, στις 20 Ιουλίου, τα χαράματα ξαναχτύπησε η σειρήνα, σε ανάμνηση της εισβολής που ξεκινούσε τέτοια ώρα (5:20) το ‘74. Είχα στο μεταξύ μιλήσει με ένα σωρό κόσμο κι είχα μάλλον ξενερώσει από τις συνωμοσίες και τις προδοσίες- σε βάρος τίνος τελικά; Έξω χάραζε, εγώ κοιμόμουν και ξύπνησα, μάλλον ενστικτωδώς, μισό λεπτό πριν. Αυτή τη φορά ο ήχος της σειρήνας δε με τάραξε. Δεν ήμουν «αθώα» πια για να κλάψω πάλι. Μονάχα γύρισα πλευρό και ξανακοιμήθηκα...


***
Wikipedia: Modern History of Cyprus
Πάτροκλος Σταύρου
σειρήνα.wav
ttallou flickr: φωτογραφίες από την κατεχόμενη Λευκωσία

Τις σειρήνες τις ακούω κάθε χρόνο αλλά γυρίζω από την άλλη και συνεχίζω τον ύπνο μου. Όπως επίσης και τον ιμάμη στην παλιά Λευκωσία όταν καλεί για προσευχή. Αν ρωτήσεις τις παλιές νοικοκυρές της Λευκωσίας θα σου πουν ότι τα ρολόγια τους τα κανόνιζαν ανάλογα με το πότε άκουγαν τον ιμάμη. Είναι κάτι τόσο συνηθισμένο που κανείς δεν το πρόσεχε μέχρι που η Λευκωσία ανακυρήχθηκε "η τελευταία μοιρασμένη πόλη", και άλλα πολλά συνθήματα για τουριστική κυρίως κατανάλωση.
Μην κολλάς στα συνθήματα (είτε είναι σειρήνες, δεν ξεχνώ, ή έξω οι Τούρκοι από την Κύπρο). Από συνθήματα χορτάσαμε πολλά, ευχαριστούμε αλλά δεν θα πάρουμε άλλα.

Μήπως αναφέρεσαι στη φάση που κατάφερε η Ε.θνική Φ.ατρία να "κλειδώσει" σε αντιαεροπορικά πυρά (δεν ξέρω αν τα λένε έτσι) ένα από τα αεροπλάνα?? Ο στρατιώτης που τα κατάφερε απολύθηκε με τιμές. O boyfriend at the time έκανε τη θητεία του και ζαολέμιασε κανένα μήνα στην προσπάθεια να "κλειδώσει" και αυτός ένα, μπας και γλιτώσει το στρατό. Αφού είδε και αποείδε, πήγε στη ΣΜΕΦ και ησύχασε!

! Ιστορίες καθημερινής κυπριακής τρέλας.
Πάντως, παίδες, όση ευμάρεια κι αν έχει το νησί, όσο κι αν στο "δεν ξεχνώ" η άρνηση είναι πια περιττή, στο παραμικρό συμβάν οι μνήμες επιστρέφουν.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον τρόμο στα μάτια όλων τον Αύγουστο του '96, μετά τα γεγονότα της Δερύνειας, που υπήρχε ο φόβος νέας σύρραξης.

>> Και το "δεν θέλουμε άλλα
>> συνθήματα" πάλι σύνθημα είναι

Ναι, αλλά είναι "το τελευταίο σύνθημα"...

(μια ακόμη τροφή προς σκέψη...).

Δημοσίευση σχολίου

c'est moi:

  • I'm Ttallou
  • From
ttallou's blog profile