[Ένα ποστ που ντρέπομαι να δημοσιεύσω...]
Το βράδυ που η συνονόματη ξαδέρφη (ναι, σαν τους Portocalos είμαστε κι εμείς οι Efstathio) ξενύχταγε για τελευταία φορά στη φτωχομάνα Σαλονίκη πριν πάρει την ξενιτιά για μεταπτυχιακό, είχα φάει τον άμπακο, είχα τρακάρει σε τσιγάρα ολόκληρη την παρέα κι είχα πιεί τόσο, ώστε να γελάω ακατάπαυστα και να μπερδεύω τη γλώσσα μου.
Λοιπόν, όσοι άεργοι δεν είχαμε κανένα λόγο να ξυπνήσουμε νωρίς το επόμενο πρωινό αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τη βραδιά σε nargile bar.
Ακολουθήσαμε την ισταμπουλίτικη επιλογή μου, στρογγυλοκαθίσαμε στα μαξιλάρια μας, θυμήθηκαμε άπαντες την Πόλη και κάναμε φιγούρα πού πήγε ο καθένας μας, παραγγείλαμε ποτά και ναργιλέ κι αρχίσαμε. Το πρόβλημα ήταν πως για όλη την παρέα το γκαρσόν είχε φέρει μια πίπα, ξέρετε, το εξαρτηματάκι που εφαρμόζεις στο ναργιλέ για να μη ρουφάς από κει που ρουφά και ο υπάλληλος που τον ανάβει. Εμείς ως παρέα, χεστήκαμε κιόλας (σας το ‘πα, ντρεπόμουν να το δημοσιεύσω αυτό το ποστ) που όλοι είχαμε την ίδια πίπα, είχαμε πιεί αρκετά για να μας βαραίνουν υγειονομικές αναστολές. Η Μαριάννα, ωστόσο, η ξαδέρφη μου η άλλη που ήταν βαριά κρυωμένη κι αν την άκουγες κείνη τη νύχτα να μιλάει μόνο για Μαριάννα δεν την πέρναγες, επέμενε ότι για να ποτίσει τον ταλαιπωρημένο της λαιμό μ’ αυτό το πράγμα θα ‘πρεπε να ‘χει ξεχωριστή πίπα για να μη μας κολλήσει. Είδαμε κι απόειδαμε λοιπόν να ζητήσουμε από το γκαρσόν μια δεύτερη πίπα. Μια που του κάναμε νόημα και δεν έβλεπε μες στο σκότος και μια που οι φωνές μας δεν έβγαιναν για να τον φωνάξουμε.
Οπόταν κι εγώ, επηρεασμένη από την κάπνα του ναργιλέ, το γενικότερο oriental τοπίο και την έφεσή μου στα παραμύθια, εμπνέομαι το σκηνικό απόκτησης μιας δεύτερης πίπας και το λέω φωναχτά στην παρέα:
«Μαριάννα», λέω, «νομίζω πως πρέπει να τρίψεις το ναργιλέ. Θα εμφανιστεί μέσ’ από τους καπνούς ένα τζίνι, με σταυρωμένα τα χέρια, και τότε εσύ με ψιλή φωνή θα του πεις την επιθυμία σου: Τζίνι, τζίνι, θέλω μια πίπα...».
Γελάτε; Κι εκείνοι το ίδιο έκαναν εκείνο το βράδυ.
Εγώ όμως κοκκίνισα.
Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, προστυχόμυαλα...
Λοιπόν, όσοι άεργοι δεν είχαμε κανένα λόγο να ξυπνήσουμε νωρίς το επόμενο πρωινό αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τη βραδιά σε nargile bar.
Ακολουθήσαμε την ισταμπουλίτικη επιλογή μου, στρογγυλοκαθίσαμε στα μαξιλάρια μας, θυμήθηκαμε άπαντες την Πόλη και κάναμε φιγούρα πού πήγε ο καθένας μας, παραγγείλαμε ποτά και ναργιλέ κι αρχίσαμε. Το πρόβλημα ήταν πως για όλη την παρέα το γκαρσόν είχε φέρει μια πίπα, ξέρετε, το εξαρτηματάκι που εφαρμόζεις στο ναργιλέ για να μη ρουφάς από κει που ρουφά και ο υπάλληλος που τον ανάβει. Εμείς ως παρέα, χεστήκαμε κιόλας (σας το ‘πα, ντρεπόμουν να το δημοσιεύσω αυτό το ποστ) που όλοι είχαμε την ίδια πίπα, είχαμε πιεί αρκετά για να μας βαραίνουν υγειονομικές αναστολές. Η Μαριάννα, ωστόσο, η ξαδέρφη μου η άλλη που ήταν βαριά κρυωμένη κι αν την άκουγες κείνη τη νύχτα να μιλάει μόνο για Μαριάννα δεν την πέρναγες, επέμενε ότι για να ποτίσει τον ταλαιπωρημένο της λαιμό μ’ αυτό το πράγμα θα ‘πρεπε να ‘χει ξεχωριστή πίπα για να μη μας κολλήσει. Είδαμε κι απόειδαμε λοιπόν να ζητήσουμε από το γκαρσόν μια δεύτερη πίπα. Μια που του κάναμε νόημα και δεν έβλεπε μες στο σκότος και μια που οι φωνές μας δεν έβγαιναν για να τον φωνάξουμε.
Οπόταν κι εγώ, επηρεασμένη από την κάπνα του ναργιλέ, το γενικότερο oriental τοπίο και την έφεσή μου στα παραμύθια, εμπνέομαι το σκηνικό απόκτησης μιας δεύτερης πίπας και το λέω φωναχτά στην παρέα:
«Μαριάννα», λέω, «νομίζω πως πρέπει να τρίψεις το ναργιλέ. Θα εμφανιστεί μέσ’ από τους καπνούς ένα τζίνι, με σταυρωμένα τα χέρια, και τότε εσύ με ψιλή φωνή θα του πεις την επιθυμία σου: Τζίνι, τζίνι, θέλω μια πίπα...».
Γελάτε; Κι εκείνοι το ίδιο έκαναν εκείνο το βράδυ.
Εγώ όμως κοκκίνισα.
Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, προστυχόμυαλα...
..Δεν είναι deficiencies, είναι design elements ;->
Posted by Oneiros | 16 Δεκεμβρίου, 2005 21:11