Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2005 

"Και τώρα η χήρα του με δύο ορφανά, με τρεις κι εξήντα σύνταξη τη μοίρα βλαστημά..."

Ψωροκορόνα γράμματα στο τζόγο της ζωής...

Επάγγελμα;

Ποιο επάγγελμα;

Τι επάγγελμα;

Ληστής!


[Παύλος Σιδηρόπουλος-"Άντε...και καλή τύχη, μάγκες"]


Καταζητούμενοι
Δήλωση Υπουργού Δημόσιας Τάξης
ΕΛΑΣ





Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2005 

Österreichisch Inspiration

Το έμβλημα της αυστριακής προεδρίας, που διαδέχεται τη βρετανική στην Ε.Ε.
Barcodes με τις σημαίες των 25. Καλό, ε;

Καλή χρονιά σε όλους!

Αυστριακή προεδρία
Βρετανική προεδρία

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29, 2005 

"I'm so tired, I can't sleeep..."


[ttallou 12 ετών.
Μάθημα γυναικολογίας με τη νοσοκόμα μαμά πριν το τεστ στη βιολογία.
"Και η γυναίκα έχει μια μήτρα"...
"Μήτρα; Να, μισό λεπτό, έχει μια η Δήμητρα σε μια κασέτα της..."
"Τι είναι αυτό; Τέτοια πράγματα ακούει η Δήμητρα;"...]

Πήρα ένα μικρό δωράκι στον εαυτό μου, μέρες που είναι, να θυμηθώ τα νιάτα μου...

"Sit and drink Pennyroyal Tea
Distill the life that's inside of me
Sit and drink Pennyroyal Tea
I'm anemic royalty"


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2005 

Λολίτα

Τούτη η μέρα τα άξιζε τα λεπτά της...
για την τρελή στιχομυθία με την κουφή νταντά μου («Είμαι κάτω, να ‘ρθω να σε δω;» «Εσύ είσαι; Καλέ βάρυνε η φωνή σου, καπνίζεις;» «Όχι...να ’ρθω;» «Χάρηκα που σε άκουσα, γεια!») που, έστω και ετεροχρονισμένα, κατάλαβε κι ήρθε να με πάρει σπίτι της...
...για το πιο λαμπρό ουράνιο τόξο που ξεπρόβαλε στα μάτια μου το μεσημέρι, μετά τη βροχή, στους Αμπελόκηπους...
...για λίγα χάδια στην πλατούλα σου που έκαιγε από τον πυρετό...
...για τα περιπολικά που συνάντησα γυρνώντας την πόλη: Άλλο για μπλόκο, άλλο για ατύχημα, άλλο για φονικό καυγά...
Όμορφες ανοιξιάτικες μέρες καταμεσής του χειμώνα...
Μήπως να βάλω τη φαντασία μου να τις γράψει σε σενάριο;

Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2005 

Καλή σου ξεκούραση...

 

Η σειρήνα (μια ιστορία του καλοκαιριού)

Download Σειρήνα.wav

Το καλοκαίρι που κατέβηκα στο νησί άκουσα για πρώτη φορά τη σειρήνα που ηχεί στην εισβολή. Τα προηγούμενα χρόνια είτε δεν συνέπεπτε η επέτειος για να ακουστεί είτε δεν την άκουγα μες στο βαθύ μου ύπνο.

Φέτος όμως, στην επέτειο του πραξικοπήματος της χούντας εναντίον του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου, χτύπησε το τηλέφωνο στις 8:15 το πρωί. «Θα χτυπήσει η σειρήνα σε 5’ λεπτά», ακούστηκε από την άλλη άκρη, «ετοίμασε την κάμερα να τη γράψεις».

Στις 8:20 ακριβώς ακούστηκε η σειρήνα, σε ανάμνηση του πρώτου πυροβολισμού που έπεσε στη Λευκωσία 31 χρόνια πριν. Κράτησε ένα λεπτό, κι όταν τέλειωσε προσπαθούσα να βρω τις χαμένες μου αναπνοές. Έκλαψα γοερά μετά από επτά μήνες «αφλογιστίας».

Την ίδια κιόλας μέρα, το απόγευμα, πήγα στο Hilton να συναντήσω τον Πάτροκλο Σταύρου. Ο Πάτροκλος Σταύρου ήταν το δεξί χέρι του Μακαρίου, ο «Υφυπουργός παρά τω Προέδρω» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον είχα γνωρίσει το 2003, εντελώς τυχαία, όταν βοηθούσε την αδερφή του ήρωα της ΕΟΚΑ, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, σε μια δουλειά της στο βιβλιοπωλείο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας. Είχα μπει ένα πρωινό με γεμάτη τσέπη για να αγοράσω βιβλία, τους εντυπωσίασε το μπλουζάκι που είχα τυπώσει για το «Δεν ξεχνώ», με ρώτησαν ποια είμαι, τους είπα «η ttallou», κι όταν μου απάντησε πως η γυναίκα εκεί ήταν η αδερφή του Παλληκαρίδη, εντυπωσιάστηκα και ζήτησα να τους φωτογραφίσω. Δέχτηκαν κι έπειτα μου ‘γράψαν κι οι δυο τις διευθύνσεις τους για να τους στείλω τις φωτογραφίες. Όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη η μαμά μου εντυπωσιάστηκε για το πώς γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο. Ο Σταύρου εντυπωσιάστηκε λίγο καιρό μετά από την ευθύτητά μου, επειδή πράγματι, όπως είχα υποσχεθεί, τους έστειλα τις φωτογραφίες. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μας, η οποία συνεχίστηκε μόνο δι’ αλληλογραφίας ή τηλεφωνημάτων, διότι όποτε εγώ ήμουν στην Αθήνα ή την Κύπρο, έλειπε αυτός.

Εκείνο το απόγευμα, της 15ης Ιουλίου 2005, το Σταύρου τον βρήκα να κάθεται στο σαλόνι του Hilton παρέα με έναν Κύπριο διπλωμάτη και την Αμερικάνα γυναίκα του. Του εξήγησα το σκοπό της επίσκεψής μου (ήθελα μια μικρή ιστορία on camera για ένα μικρό ντοκιμαντέρ μου) και βυθίστηκε σκεπτικός στον καναπέ. «Δε σας συναντώ τυχαία τέτοια μέρα», διόρθωσα τα λόγια μου, «Θέλω να θυμηθείτε τι κάνατε σαν σήμερα πριν 31 χρόνια, πού ήσασταν». Κόμπιασε λίγο, μα άμα του εξομολογήθηκα πως ο θείος μου, φαντάρος τότε που ήταν στη φύλαξη του ΡΙΚ, τον είχε δείρει μέσα στο σαματά της μέρας, γύρισε προς το διπλωμάτη, ψέλλισε με ενθουσιασμό κάτι σαν «Μα είδες συμπτώσεις;», μου ‘πιασε το χέρι κι άρχισε, με κάμερα σβηστή, να μου περιγράφει πού ήταν τέτοια μέρα το ’74. Λίγη ώρα μετά η συντροφιά του καφέ διαλύθηκε και με τον Σταύρου πήραμε το δρόμο για το σπίτι του, όπου με φόντο μια φωτογραφία του με τον Μαο Τσε Τουγκ, μου διηγήθηκε πώς κατάφερε να φύγει ο Μακάριος από το φλεγόμενο Προεδρικό Μέγαρο. Στην αφήγησή του ήταν σαφής: Το πραξικόπημα της Χούντας ήταν δειλό και προπάντων προδοτικό. Δε διαφώνησα.

Στο Hilton είχα πάει από το σπίτι μιας οικογενειακής φίλης, μεγάλης σε ηλικία, που έμενε εκεί κοντά, στο Στρόβολο. Την κυρία Μαρούλα, που μισό αιώνα πριν είχε κρύψει κάποια βραδιά στο παλιό της σπίτι τον υπαρχηγό της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου, την είχα πείσει κι εκείνη να μου μιλήσει (χωρίς όμως να ξέρει ότι τη βιντεοσκοπούσα) για κείνες τις μέρες. Βγήκαμε στο μπαλκόνι της, εκείνη να κοιτά τον ερυθροβαμμένο Πενταδάχτυλο κι εγώ να τον έχω πλάτη, και θυμήθηκε πώς αντέδρασε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο ότι «Ο Μακάριος είναι νεκρός». Είχε χαρεί. Νόμιζε πως ήταν η αρχή της πολυπόθητης Ένωσης. Αργότερα, όπως λέει, κατάλαβε την πλάνη της. Ούτε αυτή την παρεξηγώ: Είχε μπλέξει το συναίσθημα με τη λογική κι έψαχνε μέσ’ από τα αδιέξοδα της συμφωνίας Ανεξαρτησίας της Ζυρίχης να βρει επιστροφές στο αιώνιο όραμα.

Ήταν η πιο συναρπαστική μου μέρα στην Κύπρο: Ήμουν όλη μέρα στους δρόμους και κατάφερα μέσα σε λίγες ώρες να καταγράψω τις δυο απόψεις που κατοπτρίζουν τα άκρα της κυπριακής τραγωδίας: Τους «Γριβικούς» και τους «Μακαριακούς».

Λίγες μέρες μετά μίλησα και με έναν έφεδρο αξιωματικό της εισβολής, ο οποίος επέμενε, παρά την απορία και την ένστασή μου, ότι μέχρι τις 22 Ιουλίου που ο Καραμανλής υπέγραψε την ανακωχή, Τούρκου πόδι δεν είχε πατήσει στη Μεγαλόνησο, κι ας είχε βομβαρδιστεί ο Πενταδάχτυλος ήδη από τα χαράματα της 20ης.

Είχα μπερδευτεί για τα καλά. Πάνω που πίστευα ότι έβρισκα την αλήθεια μου, τη δικιά μου αλήθεια που πάντα θα βρίσκεται στη μέση, οι νέες μαρτυρίες μου ‘δωσαν μια γερή σπρωξιά και ξαναγύρισα στην αρχή.

Η δικιά μου αλήθεια θα είναι πάντα στη μέση, διότι μεγάλωσα ακούγοντας τη μια ακραία εκδοχή της ιστορίας, ότι για όλα έφταιγε ο Μακάριος. Ο παππούς μου ο παπάς, ο Κύπριος, ήταν διαφωτιστής της ΕΟΚΑ. Τον είχαν πιάσει οι Άγγλοι δυο φορές και τον είχαν βασανίσει. Γιος Μακεδονομάχου κι αγνός οραματιστής, είχε τον πόθο της Ένωσης άσβηστο μέσα του κι όταν ακόμα η μόνη λέξη που ακουγόταν στο νησί ήταν «Ανεξαρτησία». Ήταν ξεκάθαρα απ’ τη μεριά του Γρίβα, μονάχα που δε συντάχθηκε ποτέ με την ΕΟΚΑ Β’, διότι διαφωνούσε με τη βία τους. Ο παππούς μου ήθελε την Ένωση και διαφωνούσε με τη μονομερή διακυβέρνηση του Μακαρίου. Όταν, το ’73, του ‘ρθε ένα χαρτί από τη Μητρόπολη της Πάφου, γραμμένο από τους δυο –τρεις «αντάρτες» μητροπολίτες εναντίον του Μακαρίου, το διάβασε στο εκκλησίασμα χωρίς φόβο, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου που ήταν μακαριακοί. Το αποτέλεσμα ήταν να στιγματιστεί αμέσως ως «γριβικός» και γρήγορα να ξεκινήσει ο πόλεμος από πλευράς Μακαρίου: Του κόπηκε ο μισθός. Έχοντας να συντηρήσει μια οχταμελή οικογένεια και ζώντας στη φτώχεια από τους πολλούς μήνες που ήταν άμισθος, τα μάζεψε και ήρθε στην Ελλάδα. Σιγά σιγά τον ακολούθησε η υπόλοιπη οικογένεια.

Μεγάλωσα ακούγοντας αυτήν την ιστορία και τραγούδια για τη «φωνή του Διγενή». Νόμιζα πως αυτή ήταν η μόνη αλήθεια, μέχρι που ανακάλυψα πως όλος ο υπόλοιπος κόσμος έλεγε τ’ αντίθετο κι είχε στο σπίτι του πορτραίτα του Μακαρίου. Κατάλαβα πως κάτι «πάει στραβά» κι άρχισα να διαβάζω και να συζητώ.

Σήμερα μου τηλεφώνησε ξανά ο Σταύρου. Έλαβε το ντοκιμαντέρ μου κι ήθελε να κάμει τα σχόλιά του. «Η γυναίκα», λέει, «που μίλησε για Ένωση, είναι τρελή. Δεν είχε μιλήσει κανείς για Ένωση. Κι ο αξιωματικός πελλάρες λέει, ο Πενταδάχτυλος καιγόταν απ΄τις 19. Μονάχα εγώ λέω την αλήθεια».

Του απάντησα πως εγώ μονάχα ιστορίες ήθελα να ακούσω κι έκανα το φιλμ. Η αλήθεια για τον καθένα είναι σχετική.

Αισθάνομαι πως μετά από κάποια χρόνια αδιάκοπης μελέτης, δεν είμαι ακόμα σίγουρη για το ποιος πραγμάτικα έφταιγε για την «κυπριακή τραγωδία». Νομίζω πως τελικά φταίξαν όλοι, εκτός από τον ελληνικό λαό. Έφταιξε η ανόητη χούντα, που πίστεψε τους Αμερικάνους, φταίξαν οι Εγγλέζοι που ‘βαλαν το ’55 τους Τούρκους στο παιχνίδι, δίχως να υφίσταται ως τότε τέτοια ανάγκη, φταίξαν οι Τούρκοι που ήταν κυνικοί, έφταιξαν οι Παπανδρέου που απέρριψαν το σχέδιο Άτσεσον κι ο Καραμανλής που δέχτηκε αμαχητί τις συμφωνίες της Ζυρίχης, έφταιξε ο Γρίβας που παραδόθηκε στο παιχνίδι της βίας κι έφταιξε κι ο Μακάριος που μετά την εξορία στις Σεϋχέλλες δεν αναφέρθηκε ξανά σε «Ένωση», δέχτηκε τις συμφωνίες της Ζυρίχης και καλλιέργησε –ή έστω, επέτρεψε- την προσωπολατρεία του. Για μένα, έφταιξε κι ο ελληνοκυπριακός λαός που επέτρεψε τον ίδιο του το διχασμό, δείχνοντας τυφλή υπακοή στους δυο ηγέτες της ΕΟΚΑ.

Δεν του τα ‘πα έτσι ακριβώς του Σταύρου. Ένιωθα πως δε θα με καταλάβαινε.

Μα όταν έκλεισα το τηλέφωνο επέστρεψα στο καλοκαίρι μου: Πέντε μέρες μετά την πρώτη σειρήνα, στις 20 Ιουλίου, τα χαράματα ξαναχτύπησε η σειρήνα, σε ανάμνηση της εισβολής που ξεκινούσε τέτοια ώρα (5:20) το ‘74. Είχα στο μεταξύ μιλήσει με ένα σωρό κόσμο κι είχα μάλλον ξενερώσει από τις συνωμοσίες και τις προδοσίες- σε βάρος τίνος τελικά; Έξω χάραζε, εγώ κοιμόμουν και ξύπνησα, μάλλον ενστικτωδώς, μισό λεπτό πριν. Αυτή τη φορά ο ήχος της σειρήνας δε με τάραξε. Δεν ήμουν «αθώα» πια για να κλάψω πάλι. Μονάχα γύρισα πλευρό και ξανακοιμήθηκα...


***
Wikipedia: Modern History of Cyprus
Πάτροκλος Σταύρου
σειρήνα.wav
ttallou flickr: φωτογραφίες από την κατεχόμενη Λευκωσία

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 26, 2005 

Το χτύπημα του τσουνάμι πέρσι, τέτοια μέρα, με είχε βρει σε ένα μπαρ στη Στουτγάρδη να σερβίρω ποτά σε έναν ψωνισμένο Έλληνα ζωγράφο. Σκούπιζα ποτήρια και σκεφτόμουν πως ο κίτρινος φωτισμός και η ξύλινη διακόσμηση, σε συνδυασμό με την κουβέντα μου με έναν άγνωστο ως τότε μεσήλικα, παρέπεμπαν πιο πολύ σε σκηνικό ταινίας, παρά στη χριστουγεννιάτική μου πραγματικότητα. Ξαφνικά άνοιξε η πίσω πόρτα και μπήκε μέσα, μαζί με ένα κύμα γερμανικού ψύχους, η Δέσποινα, που ξεφώνισε κάτι σαν «Έγινε σεισμός στις Μαλδίβες και χάθηκαν τα νησιά» κι άνοιξε τη μικρή τηλεόραση της γωνιάς που ήταν συντονισμένη στην ΕΡΤ μέσω της Nova.
Εκείνη τη νύχτα οι περισσότεροι πελάτες ήταν Έλληνες, που ήρθαν να ξεπεράσουν σε οικογενειακή ελληνική ατμόσφαιρα την κραιπάλη του περασμένου μερόνυχτου, οπότε γρήγορα καταλήξαμε όλοι ένα γαϊτανάκι γύρω από το ομιλών κουτί για να ανακαλύψουμε πως ούτε στις Μαλδίβες είχε γίνει ο σεισμός, ούτε απλός σεισμός ήταν, κι ότι ασφαλώς, οι ζημιές δεν είχαν περιοριστεί στην εξαφάνιση κάποιων νησιών. Η παρέα έσπασε μόνο όταν εν μέσω φιλοσοφικών αναπάντητων ερωτημάτων («Τι είναι η ζωή...τι είναι ο άνθρωπος») η θεία Μαρία φώναξε με ύφος απορίας «Καλέ, η Σούλα δεν ήταν να πετάξει σήμερα για Μαλδίβες;»«Λυπούμαστε, το ταξίδι σας αναβάλλεται, έγινε μεγάλος σεισμός στην περιοχή με ανυπολόγιστες ζημιές και θύματα». και κατευθυνθήκαμε όλοι προς το τηλέφωνο αναζητώντας τη Σούλα. Τελικά η Σούλα, που ΄χε αναβάλει για δυο μέρες το ταξίδι για να προλάβει τη βραδιά των Χριστουγέννων το χορό των Ποντίων, λίγο προτού ξεκινήσει για το αεροδρόμιο, δέχτηκε τηλεφώνημα από το ταξιδιωτικό πρακτορείο:
Η διάθεσή μας χριστουγεννιάτικα είχε γαμηθεί. Όλη μας η έγνοια τις επόμενες μέρες ήταν στους πόσους είχε φτάσει ο αριθμός των νεκρών και αν βρέθηκαν οι αγνοούμενοι Έλληνες. Αναλύσεις επί αναλύσεων μεταξύ μας για τις ευθύνες και το φιλότιμο, ζάπιγκ στα ελληνικά κανάλια για να προλάβουμε το ένα δελτίο μετά το άλλο και αναγνώσεις των σχετικών αφιερωμάτων στο γερμανικό τύπο, που λοιδορούσε τους συμπατριώτες τους που είχαν παραμείνει στην περιοχή για να απολαύσουν τον ήλιο και τη φτηνή μπύρα (τάδε έφη η
Bild σε κάποιο από κείνα τα τεύχη της).
Ώσπου φτάνει η παραμονή της Πρωτοχρονιάς κι εμείς κατεβάζουμε τα στόρια σε σπίτι και μαγαζί και ξεκινούμε το ταξίδι για το Βερολίνο. Όταν, μπαίνοντας στην πόλη, έπιασε να ρίχνει ψιλόβροχο και στο ραδιόφωνο έπαιζε Red Hot Chilli Peppers – «Under the bridge», ξέχασα τα πάντα κι αποφάσισα στη γιορτινή πρωτεύουσα να θυμηθώ το χαμόγελο και την κυνική ρήση «Η ζωή συνεχίζεται».

Γυρίσαμε εν μία νυκτί όλη την πόλη, ερωτεύτηκα το πνεύμα της, άγγιξα το τείχος και το θαύμα του, γλίτωσα τον ξυλοδαρμό από ένα μεθυσμένο επαίτη στο μετρό, χαμογέλασα στους πότες που έκαναν Silvester αγκαλιασμένοι με την μπύρα στο χέρι και κατέληξα με το σόι να ανταλλάσσω ευχές στην Unter Der Linden, χαζεύοντας τα πυροτεχνήματα στην Πύλη του Βραδεμβούργου. «Δεν είναι ειρωνία;», ακούστηκε κάποια στιγμή η Τζιοβάννα από δίπλα μου, «Εμείς γιορτάζουμε κι οι άνθρωποι στην άλλη άκρη της γης θρηνούν».
«Είναι», της είπα, με μια δόση υπερβάλλουσας ματαιδοξίας και κρατώντας τα χείλη μου σε στάση αμηχανίας. «Αλλά αυτά έχει η ζωή. Σήμερα κλαις, αύριο έχεις την ανάγκη να γελάσεις, μεθαύριο δε θα θυμάται κανείς πια τίποτα».
Αγκαλιαστήκαμε κι επιστρέψαμε στο αμάξι χορεύοντας. Ήταν ό,τι έπρεπε για την παγωνιά του ξημερώματος.
Εκείνη τη νύχτα το Βερολίνο μου άνοιξε τα μάτια.

Post soundtrack: U2-“New Year’s Day”
[“I...i will begin again
Oh... Maybe the time is right Oh...maybe tonight...”]ΥΓ: Για τους ομιλούντες τη γερμανική, ανακάλυψα
ένα blog για τους «φίλους» της εφημερίδας «Bild», που «ξεσκεπάζει» τα καλύτερα άρθρα της ημέρας.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2005 

Heiliger Abend

"So close, no matter how far
Couldn't be much more from the heart
Forever trusting who we are
and nothing else matters"

Ήσυχο, καλοχτισμένο προάστιο, δρόμοι νεκροί από κίνηση, διπλή μερίδα σούπας στο μεγάλο τραπέζι, οι άγνωστοι γίνονται γνωστοί, χαλαρή κουβέντα σε δυο γλώσσες, το δέντρο ανάβει με κεράκια, ο μικρός δε νικιέται στο σκάκι, ανταλλαγή δώρων, "ουάου!", απόσυρση στα δωμάτια, "she's like the wind", και μια συλλογή από λούτρινες κουκουβάγιες.

"Να το ξανακάνουμε!".
"Natürlich, meine Liebe!".


Heiliger Abend
Weinachten

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2005 

Μια ζωή τσαλακωμένη, λο-λόγια...

«Κομμάτια, σηκώθηκες πάλι αργά, πρησμένα μάτια...»
Θυμάμαι τον Αύγουστο όταν έπεσε το αεροπλάνο στο Γραμματικό την αντίδρασή μου. Είχε χτυπήσει το τηλέφωνο στις 10:30, η Δήμητρα σε κοφτή δήλωση, όπως πάντα, «ένα κυπριακό αεροπλάνο πετά ακυβέρνητο πάνω απ’ την Αθήνα». Συντονιζόμαστε με τη μαμά στην ΕΡΤ, νωρίς ακόμη, στις πρώτες ανταποκρίσεις, όταν τα F16 έψαχναν σήμα, και θυμάμαι τον πανικό στο βλέμμα της: Έχουμε ξάδερφο πιλότο στις Κυπριακές Αερογραμμές, λες να...; Και τόσος κόσμος, τέτοια μέρα, να χαθεί;
Όχι μαμά, να την ηρεμώ με την αισιοδοξία μου, να δεις, κάτι θα γίνει και θα σωθούν. Δεν μπορεί τόσοι άνθρωποι...
Ήταν 12:05 όταν η ΕΡΤ μετέδωσε τη συντριβή όχι μόνο του αεροσκάφους, αλλά της ίδιας μου της περήφανης αισιοδοξίας...
Αν κάτι χαίρομαι που με χαρακτηρίζει είναι αυτό ακριβώς-η αισιόδοξη φύση μου. Θα πρέπει να μου την μπόλιασε κι αυτήν η μαμά μου, τότε που παιδάκι ακόμα στερούμουν τις βουτιές στη θάλασσα και το χιονοπόλεμο, για να μην κρυώσω και πονέσει το σακατεμένο «αυτάκι μου», κι εγώ κλεινόμουν στις γωνιές μου, έκλαιγα και με παράπονο αναστέναζα «Γιατί αυτό; Γιατί σε μένα; Γιατί εγώ να μην μπορώ και τα άλλα παιδιά να μπορούν;». Κι ερχόταν τότε η μανού, μ’ αγκαλιάζε σαν να ανακούφιζε και τον ίδιο τον πόνο που ‘κανε το τύμπανό μου να τρέχει υγρά κι αράδιαζε τις δυστυχίες όλου του κόσμου, που μπροστά τους η δικιά μου έμοιαζε ανέκδοτο. Και ήταν...
Ξέρεις κάτι; Το αυτί κάποτε σταμάτησε να πονάει. Βέβαια, σταμάτησε κατά ένα ποσοστό και να ακούει, αλλά δε με νοιάζει- κοιμάμαι πιο ήσυχα έτσι. Και τις βουτιές άρχισα και χιονοπόλεμο έπαιξα και χόρτασα και μου ‘φυγε ο καημός. Το μόνο που μου ‘μεινε από κείνη την ιστορία είναι το φως στην άκρη του τούνελ και το χαμόγελο: Πάντα όλα καλά θα ‘ναι, αν δεν σε πάρουν από κάτω.
«Όποια ευλογία δεν είναι καλοδεχούμενη μετατρέπεται σε κατάρα» (Paulo Coelho)
Είμαι κυκλοθυμική. Που σημαίνει πως δε μασάω στα μεγάλα, αλλά μια λεξούλα μονάχα ή ένα νεύμα μπορεί να με ρίξει σε καιάδα μελαγχολίας. Αλλά το ξεπερνάω κι αυτό. Ξέρεις πώς; Με ένα χαμόγελο. «Η ζωή είναι μικρή για να ‘ναι θλιβερή, μωρό μου».
Είμαι 20 χρονώ. Και το απολαμβάνω και το φωνάζω. Και είμαι ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ (φτου μου). Δε λέω πως έχω βρει το μυστικό της καλής ζωής (δεν τολμώ να ξεστομίσω τέτοια μεγάλη κουβέντα). Αλλά νομίζω πως έχω βρει ένα καλό φάρμακο: Ένα χαμόγελο. Και την πίστη πως όλα θα πάνε καλά...
«Δεν είσαι δαίμονας στη γη-στην κόλαση είσαι αγγελούδι κι αν δε γυρίσεις σελίδα, θα τελειώσει το τραγούδι... Μια ζωή τσαλακωμένη, λο-λόγια»...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2005 

Ready for Hamburg?


22 Νοεμβρίου
Στέλνω στο Αμβούργο με άγχος, μα και περισσή τόλμη, τα χαρτιά για το Erasmus. Συστημένα, μην έχω και την έγνοια των ταχυδρομείων.
Οι μέρες περνούν και απάντηση δε βλέπω.
Στέλνω δυο mail στην καθηγήτρια, να μου πει τουλάχιστον αν τα χαρτιά ελήφθησαν, μη χρειαστεί να ξαναστείλω.
Απάντηση δεν έρχεται. Γερμανοί σου λέει μετά...
21 Δεκεμβρίου
"Θείε, θα περάσω αύριο από το γραφείο σου να ξανακαλέσουμε Αμβούργο. Ακόμη δε μου απάντησαν αν πήραν τα χαρτιά μου"...
22 Δεκεμβρίου
Απίστευτη κίνηση στο δρόμο. Βαριέμαι να πάω στο θείο. Θα στείλω fax.
Ανοίγω τον ψι να στείλω το fax, αποτυγχάνει. Γαμώτο...Μπαίνω στο ίντερνετ, ένα mail εισερχόμενο, "please accept my apologies for not replying sooner. Yes, I received the documents you sent and I passed the application for housing on so there should be no problem."

Άι αξέπτ δεμ, φράου πάτερ, κάιν προμπλέμ! Ντάνκε!

Φεύγω τώρα, έχω ετοιμασίες!!!

Merry Christmas!



Post soundtrack: Μωρά στη φωτιά - "Third Uncle"

 

I'm bored of people who hang on me...




 

Ευτυχώς που δεν ήπια και τα σφηνάκια...

Μαμώ το κρασί σας το "ωραίο" μαμώ.
Μήνες είχα να νιώσω έτσι...
Όχι, δέκατα δεν ανέβασα, παροδικό είναι το χάλι μου...


ΥΓ: Στην Αθήνα το νέφος ενισχύει τη συγγενική τηλεπάθεια:
"MΙΚΡΟ ΑΛΛΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ ΜΑΣ ΜΩΡΟ....", [καλά το πας, σόι, συνέχισε...]
"ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ (ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ)" [έεετσι...ΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΣΦΥΡΙΞΕ?]

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2005 

Ποιος λιμπίστηκε τον Billy Rabbit?

Ο Βασιλάκης κατάγεται από την Αθήνα, δηλώνει τόπο πρώτης κατοικίας την Παπάφη, κι αν επιζήσει από τις ιμπεριαλιστικές τάσεις της οικογένειας, που θέλει να τον εγκλωβίσει στο χαμάμ της χύτρας, θα μου κρατήσει συντροφιά τις μέρες των Χριστουγέννων.

Τι λες; Να του φορέσω αγιοβασιλίτικο σκούφο την Πρωτοχρονιά;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2005 

Λευκωσία

Και τα δύο εν τέλει τη μελαγχολία καταπολεμούν.
Εδώ σας θέλω όμως, πού στοχεύει το βελάκι της πρώτης φωτογραφίας;

[this quiz will expire in 7 dayz]
UPDATE [The end of the affair]:
Σε οίκο ανοχής στοχεύει το νέον, στην παλιά Λευκωσία, μες στα τείχη, κοντά στην Ερμού.

 

[Ένα ποστ που ντρέπομαι να δημοσιεύσω...]

Το βράδυ που η συνονόματη ξαδέρφη (ναι, σαν τους Portocalos είμαστε κι εμείς οι Efstathio) ξενύχταγε για τελευταία φορά στη φτωχομάνα Σαλονίκη πριν πάρει την ξενιτιά για μεταπτυχιακό, είχα φάει τον άμπακο, είχα τρακάρει σε τσιγάρα ολόκληρη την παρέα κι είχα πιεί τόσο, ώστε να γελάω ακατάπαυστα και να μπερδεύω τη γλώσσα μου.

Λοιπόν, όσοι άεργοι δεν είχαμε κανένα λόγο να ξυπνήσουμε νωρίς το επόμενο πρωινό αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τη βραδιά σε nargile bar.

Ακολουθήσαμε την ισταμπουλίτικη επιλογή μου, στρογγυλοκαθίσαμε στα μαξιλάρια μας, θυμήθηκαμε άπαντες την Πόλη και κάναμε φιγούρα πού πήγε ο καθένας μας, παραγγείλαμε ποτά και ναργιλέ κι αρχίσαμε. Το πρόβλημα ήταν πως για όλη την παρέα το γκαρσόν είχε φέρει μια πίπα, ξέρετε, το εξαρτηματάκι που εφαρμόζεις στο ναργιλέ για να μη ρουφάς από κει που ρουφά και ο υπάλληλος που τον ανάβει. Εμείς ως παρέα, χεστήκαμε κιόλας (σας το ‘πα, ντρεπόμουν να το δημοσιεύσω αυτό το ποστ) που όλοι είχαμε την ίδια πίπα, είχαμε πιεί αρκετά για να μας βαραίνουν υγειονομικές αναστολές. Η Μαριάννα, ωστόσο, η ξαδέρφη μου η άλλη που ήταν βαριά κρυωμένη κι αν την άκουγες κείνη τη νύχτα να μιλάει μόνο για Μαριάννα δεν την πέρναγες, επέμενε ότι για να ποτίσει τον ταλαιπωρημένο της λαιμό μ’ αυτό το πράγμα θα ‘πρεπε να ‘χει ξεχωριστή πίπα για να μη μας κολλήσει. Είδαμε κι απόειδαμε λοιπόν να ζητήσουμε από το γκαρσόν μια δεύτερη πίπα. Μια που του κάναμε νόημα και δεν έβλεπε μες στο σκότος και μια που οι φωνές μας δεν έβγαιναν για να τον φωνάξουμε.

Οπόταν κι εγώ, επηρεασμένη από την κάπνα του ναργιλέ, το γενικότερο oriental τοπίο και την έφεσή μου στα παραμύθια, εμπνέομαι το σκηνικό απόκτησης μιας δεύτερης πίπας και το λέω φωναχτά στην παρέα:

«Μαριάννα», λέω, «νομίζω πως πρέπει να τρίψεις το ναργιλέ. Θα εμφανιστεί μέσ’ από τους καπνούς ένα τζίνι, με σταυρωμένα τα χέρια, και τότε εσύ με ψιλή φωνή θα του πεις την επιθυμία σου: Τζίνι, τζίνι, θέλω μια πίπα...».

Γελάτε; Κι εκείνοι το ίδιο έκαναν εκείνο το βράδυ.

Εγώ όμως κοκκίνισα.

Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, προστυχόμυαλα...


Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2005 

Little road story

Στις 8 το πρωί χουζουρεύω στο κρεβάτι μου. Στις 10 διακτινίζομαι στους Αμπελόκηπους. Στις 11 τρωγοπίνω στο Hyatt. Στις 2:45 στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων ρωτώ με έντρομο βλέμμα τον υπάλληλο στο γκισέ αν προλαβαίνω το τελευταίο δρομολόγιο. Επτάμιση ώρες στο δρόμο.

Ο Κώστας σκάει μύτη στο βενζινάδικο της Συκιάς με κοστουμιά και αθηναϊκή προφορά και με παραλαμβάνει. Πηγαίνουμε στο γλέντι. Χαμογελώ στα έκπληκτα πρόσωπα. Η μαμά στο βάθος σηκώνεται να δει αν όντως είμαι εγώ, ανοίγει το στόμα σοκαρισμένη, σηκώνει το χέρι κι όταν φτάνω εκεί με χώνει βουρκωμένη στην αγκαλιά της. Φιλώ το σόι, άπαν, μη τυχόν παρεξηγηθεί κανείς τους, απαντάω χαμογελαστά στα «πότε» και «πώς» τους, παρατάω τη φωτογραφική και σηκώνομαι για χορό. Ξανακάθισα αρκετές ώρες αργότερα.

Το βράδυ στο βουνό είχε τόσο κρύο, που ένιωσα πως θα πέθαινα απ’ τα κρυοπαγήματα...

Το πρωί, πριν προλάβω να ποτίσω με καφεΐνη το αίμα μου, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Δώδεκα ώρες στο Μεσολόγγι και δεκατρείς ώρες στο δρόμο. Δε βαριέσαι, εδώ είναι το ταξίδι...

Μονάχα που ακόμα παραμένει απλήρωτο εκείνο το ζεϊμπέκικο, γαμώτο...




Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2005 

Altan...


Τελικά η αναδρομή στο στοκ μου από παλιές βαβέλ έχει, εκτός από βιβλιογραφική αξία, και πλάκα...

Altan






Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2005 

"Μη φοβάσαι, σβησ' το φως, δεν υπάρχει πού, πότε και πώς"...

1990-2005.
15 χρόνια χωρίς τον Παύλο.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005 

Magnis tamem excidit ausis [Seneca]

Περιοδικό “Passport”, τεύχος 5ο, Δεκέμβριος 2005

Στο αφιέρωμα για την Καβάλα μιλά ο νεαρός Γιάννης Τσίγκας, εκδότης του τοπικού εντύπου «ΠΕΡΙωΔΙΚΟ»: «Το οικονομικό και το ψυχικό κόστος για να επιμείνεις σε μια τέτοια προσπάθεια είναι τεράστιο. Κάθε μήνα λέω ότι θα τα παρατήσω. Μόλις όμως πάρω στα χέρια μου το τελευταίο τεύχος, όλα αλλάζουν και ξαναρχίζω από την αρχή. Η Καβάλα είναι νεκρή πόλη, αλλά όχι ακριβώς νεκρή. Υπάρχει ένα μικρό κοινό που ενδιαφέρεται για τις εναλλακτικές προτάσεις, τη διαφορετικότητα, την ποιότητα. Και αυτό το κοινό μας κρατάει ζωντανούς.[...] Ένα κοινό που όσο περνούν οι παλιότερες γενιές, συρρικνώνεται επικίνδυνα.»

Λατρεύω τους ανθρώπους που τα βάζουν με το δύσκολο, το ανέφικτο, το μάταιο. Ρισκάρουν πολύ περισσότερα από χρήμα και χρόνο: Ρισκάρουν μια μοιραία κι αιώνια απογοήτευση, που θα στρέψει τις ζωές τους σε κυνικά μονοπάτια κρυμμένης μελαγχολίας, στεγνά από δημιουργικότητα και σκέψη.

Το να τα βάλεις με το δύσκολο, το αντιεμπορικό, που μέλλον δε φαίνεται να ΄χει, είναι ιπποτισμός. Σκαλίζεις δρόμους που εσύ «γουστάρεις» σίγουρα να περπατήσεις. οι άλλοι όμως δεν ξέρεις αν έχουν τις αντοχές σου στην ορειβασία.

Δεν είναι που προσπάθησε αυτός κάτι για την Καβάλα, την όμορφη Καβάλα που πάντα θα ‘χει θαυμαστές στη θέα της. Είναι που το ίδιο έκαναν και κάνουν κι άλλοι –όλο λιγότεροι, ναι- και για άλλες πόλεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, ομορφότερες και μη.

Κι όταν ακόμη ο κακός παραμονεύει στη γωνία και βγάλει τη μάσκα αποκαλύπτοντας την ασκήμια του, μη μασάς. Φώναξε «δε γαμιέται», και ξεκίνα τη νέα προσπάθεια.

Θα ‘μαι πάντα κοντά σου. Όσο αντέχω. Όσο ακόμα θα νιώθω 20 χρονώ και δε θα φοβάμαι τις συνέπειες...

ΥΓ: Αλήθεια, θυμάται κανείς το “Cool”;

ΥΓ2: Ίσως αυτή τη μοναδική ρομαντική φωνή αναζητήσαμε όλοι στο bloggin’. «Το ίντερνετ είναι γεμάτο σκατά», μου λες. Κάνεις λάθος. Έχει και τα διαμάντια του. Αλλά ίσως να πρέπει να βουτήξεις στα σκατά για να τα βρεις.

Post soundtrack: The Doors- "Don't you love her madly" "All your love is gone, so sing a lonely song"...






Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2005 

42...

Έχω μια λέξη για να πω

Μα είναι το στόμα μου κλειστό

Και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει.

ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΑΠΛΩΝΕΙ

Το φιλοθεάμον μου κενό

Σ’ ένα μονόλογο παλιό ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.

ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΚΛΩΣΣΑ,

Μου είχες πει κάποια φορά

Μέσα στα λόγια τα πολλά

πως πριν κατέβουμε στη γη ήμαστε αστέρια

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ

Τώρα μου δίνεις να πιαστώ

Και το μικρό μου εαυτό

Μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω

ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΧΡΩΣΤΑΩ;

Σε ποιον τη λέξη μου να πω

Και ποιου το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει;

Σε τίνος το όνειρο να μπω

Μια λέξη μόνο να του πω και νε το σκάσω;

ΑΧ, ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ!

Λέγαν σαν ήμουνα μικρός,

Πως είν’ ο κόσμος σκοτεινός

Μ’ από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει;

ΕΧΩ ΠΛΗΡΩΣΕΙ.

Έδωσα χώμα και νερό μήπως σωθεί ό,τι ακριβό έχω γνωρίσει

Κι ό,τι γνήσιο έχω ζήσει.

ΕΧΩ ΞΟΦΛΗΣΕΙ.

Έχω μια λέξη για να πω

Μα είναι το στόμα μου κλειστό

Και την κρατάω μέσα μου

Να μεγαλώνει.

ΚΑΙ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ

σ’ έναν ισόβιο τοκετό

το ‘να μου μέρος το κρυφό

και νιώθω μέσα απ’ τη βαθιά μου εγκυμοσύνη

αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη:
ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ!



[Αλκίνοος Ιωαννίδης - "Έχω μια λέξη", cd Ο δρόμος, ο χρόνος κι ο πόνος]

c'est moi:

  • I'm Ttallou
  • From
ttallou's blog profile